πολυδούλευτος

πολυδούλευτος
πολυ-δούλευτος, ον,
A gloss on ἀτμένιος, Sch.Nic.Al.178.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυδούλευτος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει δουλευτεί με πολύ κόπο 2. αυτός που έχει γίνει από πολλούς δούλους 3. πολύ δουλεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δουλεύω (πρβλ. καλο δούλευτος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυδούλευτον — πολυδούλευτος masc/fem acc sg πολυδούλευτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυδουλεμένος — η, ο, Ν πολυδούλευτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”